- χάλαζα
- η, ΝΜΑτο χαλάζινεοελλ.1. βοτ. η περιοχή τής βάσης τής σπερματικής βλάστης, όπου ο ιμάντας συνδέεται με τους χιτώνες, και η οποία ταυτίζεται, κατά κανόνα, με την επιφάνεια σύμφυσης τού σπερματικού πυρήνα με τους χιτώνες τής σπερματικής βλάστης2. ζωολ. δύο περιελιγμένες χορδές ινώδους αλβουμίνης που συνδέουν τον κρόκο τού αβγού τών πτηνών με το λεύκωμα3. (κτην.) παλαιότερη ονομασία νόσου τών κατοικίδιων ζώων, ιδίως τού χοίρου, η κυστικέρκωσηαρχ.1. ραγδαία βροχή2. μικρό οίδημα ή εξάνθημα στα βλέφαρα, χαλάζιο3. ρόζος στα φυτά4. μικρός κόμβος ή όγκωμα, όμοιος με χαλάζι, στη σάρκα τών χοίρων5. φρ. «λίθοι χαλάζης» — κρύσταλλοι (Ενώχ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χάλαζα (< *χαλαδ-jα) έχει σχηματιστεί με επίθημα -ja (πρβλ. ῥίζα) από μια μορφή τής ΙΕ ρίζας *ghelәd- «πάγος», όπου το φωνήεν τής β' συλλαβής παραμένει απαθές, ενώ το φωνήεν τής α' εμφανίζεται συνεσταλμένο ή τρέπεται αφομοιωτικά σε α (πρβλ. φάλαγγα). Σε διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες τής ίδιας ρίζας, αλλά με διαφορές ως προς τον χαρακτήρα τού θ., ανάγονται επίσης τα πολων, žlod «παγετός, χιονόνερο, χαλάζι» με οδοντικόληκτο θ., αρχ. σλαβ. žlědica «πάγος» και ρωσ. oželedica «παγετός, κρούστα πάγου πάνω σε χιόνι» με ουρανικόληκτο θ., καθώς και το περσ. žāla «χαλάζι»].
Dictionary of Greek. 2013.